- παρανύμφιος
- παρανύμφ-ιος, ὁ, = sq., v.l. in Poll.3.40 ; correct acc. to Eust.652.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρανύμφιος — ὁ, ΜΑ [παράνυμφος] παράνυμφος … Dictionary of Greek